πιαίνω

πιαίνω
Α [πίων]
1. παχαίνω κάτι, κάνω κάτι παχύ («πιαίνειν τὸ σῶμα», Ιπποκρ.)
2. παθ. πιαίνομαι
γίνομαι παχύς, παχαίνω («πιαίνεται δὲ πάντα πρεσβύτερα μᾱλλον ἢ νεώτερα ὄντα», Αριστοτ.)
3. (σχετικά με τη γη) λιπαίνω, κοπρίζω («τόνδε πιανῶ γύην μάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός», Αισχύλ.)
4. (για πτώμα) λιπαίνω το έδαφος, παχαίνω τη γη («χθόνα πιαίνω», Αισχύλ.)
5. σχετικά με καπνό από κάψιμο πτωμάτων) καθιστώ λιπαρό, πυκνό («σώματι πίαναν καπνόν», Πίνδ.)
6. μτφ. αυξάνω, πληθύνω, μεγαλώνω κάτι («βοῶν ξανθάς ἀγέλας ἀφίημ' ἀγρούς τε νέμεαι, πλοῡτον πιαίνων», Πίνδ.)
7. παθ. (για στάχια) μεγαλώνω, αυξάνομαι, χοντραίνω («πιαίνεται ὁ στάχυς οὕτως», Θεόκρ.)
8. μτφ. τονώνω, εμψυχώνω, γεμίζω με πεποίθηση ή θράσος («ἀλλ' ᾖ σε ἐπιανεν ἄπτερος φάτις», Αισχύλ.)
9. μτφ. ενισχύω, τονώνω («ἑὴν φρένα πιαίνοντες» Οππ.)
10. τρέφω, ευφραίνω («μάστακα πιαίνων εὐαφίῃ», Ανθ. Παλ.)
11. παθ. μέ χοντραίνει κάτι, τρέφομαι από κάτι («ψογερὸν Ἀρχίλοχον βαρυλόγοις ἔχθεσσι πιαινόμενον» τον φιλόψογο Αρχίλοχο που χοντραίνει με τις έριδες, Πίνδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πιαίνω — πῑαίνω , πιαίνω fatten pres subj act 1st sg πῑαίνω , πιαίνω fatten pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιαίνετε — πῑαίνετε , πιαίνω fatten pres imperat act 2nd pl πῑαίνετε , πιαίνω fatten pres ind act 2nd pl πῑαίνετε , πιαίνω fatten imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιαίνῃ — πῑαίνῃ , πιαίνω fatten pres subj mp 2nd sg πῑαίνῃ , πιαίνω fatten pres ind mp 2nd sg πῑαίνῃ , πιαίνω fatten pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπιανεῖ — κατά , ἀπό ἰαίνω heat fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) κατά , ἀπό ἰαίνω heat fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) καταπῑανεῖ , κατά πιαίνω fatten fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καταπῑανεῖ , κατά πιαίνω fatten fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπιανθέντα — κατά , ἀπό ἰαίνω heat aor part pass neut nom/voc/acc pl κατά , ἀπό ἰαίνω heat aor part pass masc acc sg καταπῑανθέντα , κατά πιαίνω fatten aor part pass neut nom/voc/acc pl καταπῑανθέντα , κατά πιαίνω fatten aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπιαίνει — κατά , ἀπό ἰαίνω heat pres ind mp 2nd sg κατά , ἀπό ἰαίνω heat pres ind act 3rd sg καταπῑαίνει , κατά πιαίνω fatten pres ind mp 2nd sg καταπῑαίνει , κατά πιαίνω fatten pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπιαίνομεν — καταπῑαίνομεν , κατά , ἀπό ἰαίνω heat imperf ind act 1st pl κατά , ἀπό ἰαίνω heat pres ind act 1st pl κατά , ἀπό ἰαίνω heat imperf ind act 1st pl (homeric ionic) καταπῑαίνομεν , κατά πιαίνω fatten pres ind act 1st pl καταπῑαίνομεν , κατά… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπιαίνοντα — κατά , ἀπό ἰαίνω heat pres part act neut nom/voc/acc pl κατά , ἀπό ἰαίνω heat pres part act masc acc sg καταπῑαίνοντα , κατά πιαίνω fatten pres part act neut nom/voc/acc pl καταπῑαίνοντα , κατά πιαίνω fatten pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπιασμένον — πιάζω perf part mp masc acc sg πιάζω perf part mp neut nom/voc/acc sg πεπῑασμένον , πιαίνω fatten perf part mp masc acc sg πεπῑασμένον , πιαίνω fatten perf part mp neut nom/voc/acc sg πιέζω Ep.. perf part mp masc acc sg (attic doric) πιέζω Ep …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπιασμένων — πιάζω perf part mp fem gen pl πιάζω perf part mp masc/neut gen pl πεπῑασμένων , πιαίνω fatten perf part mp fem gen pl πεπῑασμένων , πιαίνω fatten perf part mp masc/neut gen pl πιέζω Ep.. perf part mp fem gen pl (attic doric) πιέζω Ep.. perf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”